- αλαμανικόν
- ἀλαμανικόν, το (Μ)βαρύτατος ετήσιος φόρος που επιβλήθηκε το 1197 στο Βυζάντιο από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ' τον Άγγελο (1195-1203), για να καταβληθεί ο φόρος τού Βυζαντίου προς τον Γερμανό αυτοκράτορα Ερρίκο ΣΤ', ο οποίος μετά την κατάκτηση τής Ιταλίας απειλούσε να εισβάλει στην Ανατολή. Ο υπέρογκος αυτός φόρος ονομάστηκε «αλαμανικόν», γιατί έπρεπε να αποδοθεί στον βασιλιά τών Αλαμαννών (Γερμανών).
Dictionary of Greek. 2013.